κατάφημι — (Α) 1. συναινώ με νεύμα, παραδέχομαι, συγκατανεύω 2. ανακοινώνω («νόμοι οὓς κατέφησεν θεὸς Ἰουδαίοις», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φημί «λέγω»] … Dictionary of Greek
καταφήσομεν — κατάφημι assent aor subj act 1st pl (epic) κατάφημι assent fut ind act 1st pl καταφίημι let slip down fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαθέντι — κατάφημι assent aor part pass masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαθήσεται — κατάφημι assent fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαίην — κατάφημι assent pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφᾶσα — κατάφημι assent pres part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφάναι — κατάφημι assent pres inf act καταφά̱ναῑ , καταφαίνω declare aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφῆσαι — κατάφημι assent aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφήσαιμεν — κατάφημι assent aor opt act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφήσαντες — κατάφημι assent aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφήσαντι — κατάφημι assent aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)